Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

Δεν επιτρέπονται τσάντες.

"Θα σας δώσουμε εμείς σακούλες. Δεν επιτρέπονται τσάντες, όσο ψωνίζετε. Ορίστε και η διαταγή της αστυνομίας", μας λέει και μας δείχνει ένα χαρτί στον τοίχο.

Αφήνουμε την τσάντα στην άκρη που μας είπε ο κύριος. Περνάμε ένα σίδερο σαν σταυρό που γυρίζει. Μόνο ένας χωράει σε κάθε χώρισμα, κι έτσι, θες δε θες, περνάς μόνος σου μέσα.

'Οταν κουρεύουνε τ' αρνιά - πάνω στα μαντριά - έτσι κάνουνε. Χωρίς σίδερα βέβαια. Σε μια μεριά κάθεται αυτός που κουρεύει με την ψαλίδα του. Ο βοσκός έχει μαντρώσει στο μικρό μαντρί τ' ακούρευτα αρνιά, αφήνει να περνάει ένα ένα, το πιάνει ο κουρέας, το διπλώνει κάτω, όπως ξέρει αυτός, και σε δυο λεφτά τ' αρνί είναι κουρεμένο. Το πάνε στο άλλο μαντρί που 'χει τα κουρεμένα. 'Αμα δεν κάνεις έτσι, τότε τα μαλλιά θα σκορπίσουν και θα βρομίσουν. Και θα χάνεις και ώρα να βρίσκεις ποιο είναι κουρεμένο και ποιο ακούρευτο. 'Ετσι πρέπει να κάνεις στο μαντρί. Εδώ όμως; Γιατί ένας ένας;...

"Θα διαλέξουμε μόνοι μας, όπως μας είπε η Μαρία, και μετά θα πληρώσουμε, έτσι, πατέρα;"

"Ναι, μου λέει ο πατέρας. Να, εδώ πρώτα πρώτα έχει καφέδες. 'Ελα να βρούμε τον καφέ μας".

Πώς να βρούμε τον καφέ μας;... 'Εχει χιλιάδες κουτιά, κουτάκια, φακελάκια μικρά, φακελάκια μεγάλα. 'Ολα ξενικά γραμμένα.

Ο πατέρας παίρνει ένα φακελάκι ΛΟΥΜΙΔΗ και προχωράμε. Χρειαζόμαστε ρύζι, ζάχαρη... Καρδούλα μου! Τι μπισκότα είναι αυτά!... Δεν ξέρω να διαβάσω τι γράφουν, αλλά βλέπω πάνω στα κουτιά πορτοκάλια, κεράσια, σοκολάτα που χύνεται πάνω στα μπισκότα, φουντούκια, κοπέλες με στολές μπροστά σε μύλους, δροσοσταλίδες πάνω σε σοκολάτα, μια κυρία που φουρνίζει μπισκότα, μπισκότα, μπισκότα...

"Πατέρα..."

"Εντάξει. Πάρε ένα πακέτο μπισκότα... 'Οχι, όχι αυτό!... Πάρε ετούτο..."

Τέτοιο είχαμε και στη Σύμη ΜΙΡΑΝΤΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. Το άλλο ήθελα εγώ. Με την κυρία μπροστά στο μύλο. Δε λέω όμως τίποτε. Ο πατέρας δε σηκώνει πολλά.

Προχωράμε. Τώρα έχει μαρμελάδες. Μετά γαριδάκια, πατατάκια, μπαλάκια... Το στόμα μου γεμίζει σάλιο...

"Πατέρα... κοίτα, γαριδάκια..."

"Τα είδα... Καλά, πάρε ένα πακέτο. Πάρε και μια σοκολάτα μ' αμύγδαλο που σ' αρέσει. Για το καλώς όρισες στην Αθήνα! Αλλά μην ξανακούσω πατέρα και πατέρα", λέει ο πατέρας μου και τα ματάκια του γελάνε.

"Γιατί τα κρατάτε στα χέρια σας; Πάρτε ένα καλάθι και βάλτε τα μέσα."

Δεν υπάρχουν σχόλια: