Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Ζαν Ζακ Ρουσσώ

Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (Jean Jacques Rousseau) ήταν Ελβετός φιλόσοφος, συγγραφέας, πολιτικός θεωρητικός, και αυτοδίδακτος συνθέτης στην περίοδο του Διαφωτισμού. Οι πολιτικές ιδέες του Ρουσσώ επηρέασαν τη γαλλική επανάσταση, την ανάπτυξη της κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής θεωρίας, και την ιδεολογία του εθνικισμού.


Ο Ρουσσώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην θρησκευτικά καλβινιστική Γενεύη. Ο πατέρας του, Ισαάκ Ρουσσώ, ήταν ωρολογοποιός. Οι πρόγονοι του ήταν Ουγενότοι πρόσφυγες από την Γαλλία, οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Γενεύη. Η μητέρα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, η οποία ήταν κόρη ενός προτεστάντη ιερέα,πέθανε εννιά μέρες μετά την γέννηση του Ρουσσώ, και έτσι ο ίδιος του έμεινε ορφανός. Σε ηλικία 10 ετών εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του, και έτσι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ γνώρισε δύσκολα παιδικά χρόνια. Στη συνέχεια της ζωής του πέρασε δύο χρόνια με έναν πάστορα, ως το 1724. Μετά ο θείος του τον τοποθέτησε ως μαθητευόμενο γραφέα, σε ένα δικαστηριακό γρφαείο, και το 1725 έγινε μαθητευομενος ενός χαράκτη.

Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ εγκαταλείπει την γενέτειρα του Γενεύη σε ηλικία 16 ετών, το 1728. Είναι ο εφημέριος του Κονφινιόν, που τον στέλνει σε μια βαρόνη, πρόσφατα προσυλητισμένη στον καθολικισμό. Αυτή με την σειρά της τον στέλνει στο Τορίνο της Ιταλίας όπου ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ασπάζεται τον καθολικισμό. Τον επόμενο χρόνο ο Ρουσσώ επιστρέφει στο σπίτι αυτής της βαρόνης, την οποία πλέον θεωρεί μητέρα του. Το 1730 ταξιδεύει με τα πόδια ως το Νεσατέλ, όπου διδάσκει μουσική. Μέχρι το 1739 περιπλανιέται σε διάφορα μέρη στην Ελβετία, ενώ μάλιστα η βαρόνη γίνεται και ερωμένη του. Το ίδιο έτος συγγράφει και το πρώτο του βιβλίο, Le verger de Madame la baronne de Warens.

Το 1742 βρίσκεται στο Παρίσι όπου γράφει ως το 1743 δύο δοκίμια σχετικά με την μουσική, και αναπτύσσει σχέσεις με τον Διαφωτιστή Ντενί Ντιντερό.
Το 1745 γνωρίζει μία υπηρέτρια πανδοχείου, με την οποία θα αποκτήσει πέντε παιδιά.
Το 1749 γράφει για την Εγκυκλοπαίδεια όλα τα άρθρα που αφορούσαν την μουσική.
Το 1750 συμετάσχει σε έναν διαγωνισμό της Ακαδημίας του Ντιζόν (Academie de Dijon), και η διατριβή του Διατριβή σχετικά με τις τέχνες και τις επιστήμες, στην οποία υποστηρίζει ότι η πρόοδος συνεπάγεται διαφθορά και εκφυλισμό, κερδίζει το πρώτο βραβείο.
Το 1755, σε έναν άλλον διαγωνσιμό της ίδιας όμως Ακαδημίας, απαντάει με το πρώτο μεγάλο έργο του Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Το έργο αυτό όμως προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κατά τον Ρουσσώ.


Έργα
Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων (Discours sur l'origine et les fondements de l'inegalite parmi les hommes)
Julie ou la Nouvelle Heloise
Περί του κοινωνικού συμβολαίου ή αρχές του πολιτικού δικαίου (Du contrat social ou principes du droit politique)
Αιμίλιος ή περί Αγωγής (Emile)
Εξομολογήσεις (Les Confessions)

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Ιστοσελίδα επικοινωνίας του BBC.

Στην ερώτηση "Πρέπει τα Ελγίνεια Μάρμαρα να παραμείνουν στο Βρετανικό Μουσείο;" η οποία τέθηκε στο Βρετανικό κοινό από το BBC, όχι απάντησε το 51%, ναι το 20%, ενώ το 10% του κοινού δεν εξέφρασε γνώμη.

Αρθρο του Economist - 18 Μαρτίου 2000.
Η δημοσκόπηση του Economist.
Σε δημοσκόπηση που διενήργησε η εφημερίδα Economist, στο ερώτημα "Αν γινόταν ελεύθερη ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο για την επιστροφή των Ελγινείων στην Ελλάδα, θα το υποστηρίζατε ή οχι;", το 66% των μελών του Βρετανικού Κοινοβουλίου ψήφισε υπέρ της επιστροφής και το 34% κατά. Το 84% των βουλευτών του Εργατικού κόμματος ψήφισε υπέρ της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα, ενώ το 16% ψήφισε κατά. Το 13% των βουλευτών του Συντηρητικού κόμματος ψήφισε υπέρ της επιστροφής, ενώ το 87% κατά. Το 83% των βουλευτών του Φιλελεύθερου κόμματος ψήφισε υπέρ της επιστροφής, ενώ το 17% ψήφισε κατά. Από το σύνολο των μικρών κομμάτων του Βρετανικού Κοινοβουλίου το 61% ψήφισε υπέρ της επιστροφής, ενώ το 39% ψήφισε κατά.
Στο ερώτημα εάν "θα επιστρέψουν τα Ελγίνεια Μάρμαρα στην Ελλάδα μέσα στα επόμενα 10 χρόνια;" που τέθηκε στους βουλευτές του Βρετανικού Κοινοβουλίου, το 41% των βουλευτών ψήφισε θετικά, ενώ το 59% ψήφισε αρνητικά. Αναλυτικότερα, το 54% των βουλευτών του Εργατικού κόμματος ψήφισε υπέρ, ενώ το 46% ψήφισε κατά. Το 10% των βουλευτών του Συντηρητικού κόμματος ψήφισε υπέρ, ενώ το 90% κατά. Το 43% των βουλευτών του Φιλελεύθερου κόμματος ψήφισε υπέρ, ενώ το 57% κατά. Από τα διάφορα άλλα κόμματα, το 31% των βουλευτών ψήφισε υπέρ, ενώ το 69% κατά.

Ιστοσελίδα του CNN - Τέχνη και Ύφος - Οκτώβριος 2000.
Τον Οκτώβριο του 2000 σε ιστοσελίδα του CNN ζητήθηκε από τους τηλεθεατές να ψηφίσουν για το αν "Πρέπει οι Βρετανοί να επιστρέψουν στην Ελλάδα τα Γλυπτά που αποσπάστηκαν από τον Παρθενώνα πριν 200 χρόνια;". Στην ψηφοφορία συμμετείχαν 5.492 άτομα. Το 82% ψήφισε υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα, το 18% ψήφισε κατά.

Εκπομπή συζήτησης στο BBC - 22 Αυγούστου 2001.
Σε συζήτηση που πραγματοποιήθηκε από το BBC στις 22 Αυγούστου του 2001 oι τηλεθεατές κλήθηκαν να δώσουν τη γνώμη τους στην εξής ερώτηση: "Πρέπει τα Ελγίνεια Μάρμαρα να επιστραφούν στην Ελλάδα;". Ψήφισαν: 41 τηλεθεατές υπέρ της επιστροφής, 22 κατά και 2 δεν εξέφρασαν γνώμη.

Ιστοσελίδα CNN.com./WORLD - 18 Ιανουαρίου 2002.
Σε ιστοσελίδα του CNN στις 18 Ιανουαρίου του 2002 τέθηκε το ερώτημα εάν "Πρέπει η Μ. Βρετανία να επιστρέψει τα λεγόμενα Ελγίνεια Μάρμαρα στην Ελλάδα;". Ψήφισαν συνολικά 1714 άτομα από τα οποία τα 1294(ποσοστό 75%) ψήφισαν υπέρ της επιστροφής και 420(ποσοστό 25%) κατά.

Βρετανικό ντοκυμαντέρ που φιλοξενήθηκε στην εκπομπή του παρουσιαστή William G. Stewart - Απρίλιος 1996 (κανάλι 4).
Μετά την παρουσίαση ενός ντοκυμαντέρ σχετικά με την αφαίρεση των Μαρμάρων του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν και το ελληνικό αίτημα για την επιστροφή τους, πραγματοποιήθηκε τηλεφωνική σφυγμομέτρηση με τα ακόλουθα αποτελέσματα: από τους 99.340 ανθρώπους που τηλεφώνησαν για να καταγράψουν την ψήφο τους οι 91.822 υποστήριξαν την πρόταση για την επιστροφή των Μαρμάρων, πράγμα που σημαίνει ότι 92,5% ψήφισαν υπέρ της επιστροφής.

Δημοσκόπηση MORI - 25 Σεπτεμβρίου 1998.
Στο ερώτημα "εάν γινόταν ένα δημοψήφισμα σχετικά με το αν θα πρέπει ή όχι τα Μάρμαρα να επιστραφούν στην Ελλάδα, τι θα ψηφίζατε;" που έθεσε η εταιρεία δημοσκοπήσεων MORI στη Μ. Βρετανία την 25η Σεπτεμβρίου 1998, 39% του κοινού ψήφισε υπέρ της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα, 15% κατά και ένα 18% ήταν αναποφάσιστο. Σε αντίστοιχη έρευνα στο Βρετανικό Κοινοβούλιο ένα ποσοστό 47% ψήφισε υπέρ της επιστροφής των Μαρμάρων στην Ελλάδα, 44% ψήφισε κατά , ενώ, 9% ήταν οι αναποφάσιστοι. Συγκεκριμένα από τους βουλευτές του Εργατικού κόμματος του Βρετανικού Κοινοβουλίου ένα ποσοστό 57% ψήφισε υπέρ της επιστροφής, 33% κατά και 10% ήταν οι αναποφάσιστοι. Από τους βουλευτές του Συντηρητικού κόμματος υπέρ της επιστροφής ψήφισε το 9%, κατά το 83% και 8% ήταν οι αναποφάσιστοι.


Η δημοσκόπηση MORI.

Η δημοσκόπηση MORI - Σεπτέμβριος 2002.
Σε δημοσκόπηση της MORI που διενεργήθηκε το Σεπτέμβριο του 2002 φάνηκε ότι υπάρχει σημαντική υποστήριξη του κοινού για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Αθήνα.
Η δημοσκόπηση δείχνει ότι 56% του κοινού θα υποστήριζε την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Μόνο 7% πιστεύει ότι η Μ. Βρετανία πρέπει να τα κρατήσει. Το υπόλοιπο 37% είναι αναποφάσιστο. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική μερίδα του λαού που θα υποστήριζε την επιστροφή των Μαρμάρων, υπερτερεί σε αριθμό από εκείνους που ακόμη υποστηρίζουν την παραμονή τους στην Βρετανία, σε ποσοστό 6 προς 1.

Οι Δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν από την ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΜΑΡΩΝ - Δεκέμβριος 2003.
Μια δημοσκόπηση κοινής γνώμης έγινε σε 1002 ενήλικες από την ICM Research στις 18 και 19 Δεκεμβρίου 2003. Σε ερώτηση εάν το Βρετανικό Μουσείο θα πρέπει να επιτρέψει την επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα προκειμένου να εκτεθούν πάλι στην Αθήνα, το 73% συμφώνησε και μόνο το 18% διαφώνησε. Σε ερώτηση εάν το Βρετανικό Μουσείο θα πρέπει να προχωρήσει σε μια δέσμευση κατά το Ολυμπιακό έτος 2004, για την έκθεση των Μαρμάρων στην Αθήνα, το 77% συμφώνησε. Μόνο το 16% διαφώνησε. Σε ερώτηση σχετικά με την πρόσφατη ελληνική πρόταση να επιτραπεί στο Βρετανικό Μουσείο να διατηρήσει την κατοχή των Μαρμάρων που βρίσκονται στο Λονδίνο, στην περίπτωση μακροχρόνιου δανεισμού τους στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο μάλιστα βρίσκεται σε οπτική επαφή με τον χώρο του μνημείου στην Αθήνα, το 81% είπε ότι το Βρετανικό Μουσείο πρέπει να δεχθεί την πρόταση. Μόνο το 13% διαφώνησε.
Μια δημοσκόπηση σε 156 επισκέπτες του Βρετανικού Μουσείου πραγματοποιήθηκε κατά την έξοδό τους από αυτό, στις 19 και 20 Δεκεμβρίου 2003, από την Fieldwork UK. Όταν ρωτήθηκαν τι είδαν στο Βρετανικό Μουσείο, μόνο ο ένας στους πέντε επισκέπτες είπε ότι επισκέφθηκε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Σε ερώτηση εάν το Βρετανικό Μουσείο θα πρέπει να δεσμευτεί ότι θα εκθέσει τα Γλυπτά στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, το 63% συμφώνησε. Μόνο το 33% διαφώνησε. Σε ερώτηση εάν το Βρετανικό Μουσείο θα πρέπει να δεχθεί την πρόσφατη ελληνική πρόταση περί ιδιοκτησιακού καθεστώτος των Μαρμάρων το 67% συμφώνησε. Μόνο το 32% διαφώνησε.

Technorati Profile

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

Aρχισε να κρυώνει.

Aρχισε να κρυώνει πολύ και σύντομα η αναπνοή το άρχισε να πέφτει. Είχε παγώσει και η γλώσσα του και η μύτη του σκεπάζονταν από πάγο. Δεν μπορούσε να κινηθεί όπως πριν και άρχισε να γλιστράει. «Πρέπει να κάνω κάτι σύντομα, πριν γίνω παγοκολώνα» σκέφτηκε. Και τότε ξαφνικά από τον ουρανό ήρθε ένα μικρό έλκηθρο. «Η απάντηση στις προσευχές μου» σκέφτηκε ο μικρούλης «ίσως και να επιβιώσω αν καταφέρω να τυλιχτώ εκεί». Είδε μερικά τριχωτά πλασματάκια εκεί κοντά αλλά το κρύο τον έκαναν και ξεπέρασε τον φόβο του.

'Eφτασε το έλκηθρο και οι ελπίδες του λιγόστευαν καθώς σκαρφάλωνε με πόνο επάνω του. αλλά αυτό δεν τον βοήθησε, αντιθέτως ένιωσε περισσότερο κρύο. Ξαφνικά είδε ένα πλαστικό ραβδί που μπορούσε να τον προστατεύσει από τον καιρό και είχε τριγύρω του δέρμα. Τυλίχτηκε γύρω από αυτό και έλπιζε να επιβιώσει.

Είδε έναν μεγάλο χονδρό άντρα με λευκά γένια και μια χαζούλικη γκριμάτσα να ανεβαίνει στο έλκηθρο και συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι αυτά τα τριχωτά πλάσματα έσερναν το έλκηθρό του. Κοίταξε πιο προσεκτικά τριγύρω του και είδε μια κόκκινη στολή και τις οπλές των ταράνδων. Δεν το πίστευε είχε εμπρός του τον Αϊ Βασίλη!!

Και έτσι καθώς ο μικρούλης καημενούλης Σάμυ προσπαθούσε να κρυφτεί, ο 'Aγιος Βασίλης ξεκινούσε φωνάζοντας «Πάνω και ψηλά, πάνω και ψηλά». Ο Σάμυ νόμιζε ότι ο ουρανός γινόταν ολοένα και πιο κρύος και έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το χερούλι. 'Eλπιζε ότι ο 'Aγιος δεν θα τον καταλάβαινε και μόνο η ουρά του φαινότανε λίγο.

Κάθε φορά προσγειώνονταν σε μια σκεπή και σύντομα ήτανε και πάλι πάνω στον ουρανό, και τότε άκουσε «πήγαινε Πράνσερ, κουνήσου Ντάνσερ μην χαμηλώνεις, για να κρατήσω την προσοχή σας σε αυτό το ταξίδι μου φαίνεται ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσω το μαστίγιό μου» και άρπαξε το μαστίγιο τόσο συνηθισμένα μιας και το χε κάνει τόσες φορές όμως του φάνηκε χαλαρό και κάπως γλοιώδες.

Ήταν επειδή στο χέρι του είχε τον Σάμυ. Και αυτό το μαστίγιο δεν έκανε ούτε κρακ απλά σίγησε στον αέρα. Και καθώς ο 'Aγιος χάζεψε με μεγάλη έκπληξη, τα φοβισμένα φιδίσια ματάκια τον κοίταξαν πίσω. Ο Αϊ Βασίλης αναφώνησε «για το όνομα του θεού, το μαστίγιό μου μετατράπηκε σε ένα φίδι!!!» και ο καημενούλης ο Σάμυ βρήκε μόνο αυτές τις λέξεις να πει «κρύωνα τόσο και θα πάγωνα αν δεν ερχόμουν εδώ....είναι χειμώνας και τα φίδια δεν πρέπει να κυκλοφορούν όμως εγώ αγαπώ το χιόνι και έπρεπε να παίξω μαζί του, με προειδοποίησε η μαμά μου αλλά εγώ δεν την άκουσα και θα ήμουν σίγουρα νεκρό αν δεν ήσουνα εσύ..».

Ο Αϊ Βασίλης απάντησε «κοίτα τι θα κάνουμε, θα με βοηθήσεις πριν να φύγε τελείως η νύχτα και θα κάνεις το μαστίγιο για να τους κάνεις να πηγαίνουν πιο γρήγορα». Κρίμα που δεν το δε αυτό ο κόσμος, ήταν πραγματικά αστείο!! Οι τάρανδοι γέλαγαν και τραγουδούσαν «ο 'Aγιος Βασίλης έρχεται στην πόλη..» και η νύχτα έμοιαζε να περνάει πετώντας, μοιράζοντας τα δώρα κατά μήκος του ουρανού.

Ο 'Aγιος έλεγξε προσεκτικά την λίστα με δώρα και μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν λείπει κανένα από κανένα παιδί , ξαφνικά βγήκε και ο πρωινός ήλιος. Και 'Aγιος φώναξε «αυτό είναι παιδιά, τελειώσαμε! Μέχρι τώρα η γυναίκα μου και τα ξωτικά θα ξέρουν ότι σώσαμε τον Σάμυ από το χιόνι».

Στο σπίτι του Αϊ Βασίλη λέγανε την ιστορία και ο Σάμυ άστραφτε από χαρά αλλά παρόλα αυτά δεν ξεχνούσε πόσο φοβήθηκε το κρύο και την νύχτα. Η γυναίκα του Αϊ Βασίλη άνοιξε το κουτί με τα πλεκτά της και έφτιαξε του Σάμυ δύο κάλτσες σαν σωλήνες, η κόκκινη ήταν για να την φοράει και η πράσινη για ανταλλακτική. «Τώρα πρέπει να μας πεις αν θες να μείνεις ή αν θες να φύγεις και να πας σπίτι σου.

Ο 'Eντι

Ο 'Eντι το ελαφάκι καθόταν όλη μέρα σπίτι του. Δεν μπορούσε ούτε να παίξει ούτε να δουλέψει. Ήταν αποθαρρυμένος και ενοχλημένος. Αυτό το θλιμμένο νεαρό ελαφάκι ήταν άνεργο !!! Είχε πολλές συνεντεύξεις για δουλειά αλλά όλες πάντα κατέληγαν με άσχημο τρόπο. Θα πήγαινε αλλά θα έλεγαν «Συγνώμη αλλά δεν προσλαμβάνουμε ελαφάκια σήμερα». Ο 'Eντι έκλαιγε και έλεγε «Μα ποιος είναι ο σκοπός; Η ζωή μου είναι γεμάτη από ελαφίσιες προσβολές». Η μαμά του έλεγε «Δεν έχεις καμία δικαιολογία να κοιμάσαι όλη μέρα σαν τεμπέλικο ελάφι!! Αυτό δεν είναι θέμα διακρίσεων αλλά θέμα αποφασιστικότητας. Κράτα λοιπόν τώρα ψηλά το κεφάλι και τα κέρατά σου, θα βρεις δουλειά, απλά προσπάθησε, προσπάθησε, προσπάθησε!!»

Και τότε έβγαλε την εφημερίδα από το συρτάρι και αφού έριξε μια ματιά άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό διαβάζοντας την παρακάτω αγγελία «Ζητείται ελάφι από τον 'Aγιο Βασίλη». Και αμέσως τηλεφώνησε! Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο αναφώνησε «Ο 'Aγιος Βασίλης ψάχνει 10 ελάφια επειγόντως!! Μου είπαν να πας αύριο στις 8 και να ξεκινήσεις υπάρχει πολύ δουλειά που πρέπει να γίνει και γι αυτό μην αργήσεις!!».

Ο 'Eντι λοιπόν χτένισε τη γούνα του πολύ καλά και γυάλισε ακόμη και τις οπλές του. Κατά τις 7 άρχισε να μαζεύεται πλήθος ελαφιών στο σπίτι του Αϊ Βασίλη, στην οδό Βορείου Πόλου. Ο 'Eντι δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν περιτριγυρισμένος από μικρούς τύπους. Είσαι τάρανδος; Τον ρωτούσαν όλοι «'Oχι, είμαι ελάφι!» απαντούσε περήφανα.

«Είσαι ελάφι ; και τι μπορείς να κάνεις;» ρώτησαν αμέσως. «θα κάνω ότι με θέλει ο Αϊ Βασίλης, ήρθα να δουλέψω για τον Αϊ Βασίλη, η μαμά μου μου διάβασε αυτήν την αγγελία και μου είπε ότι εμείς τα ελάφια είμαστε άκρως απαραίτητα!». «Μα το πρόβλημά σου είναι το μέγεθός σου, η αγγελία ήταν για μας τους μικρούληδες, μην ντραπείς που ήρθες γιατί τα ξωτικά και τα ελάφια ακούγονται το ίδιο! Αλλά και παρόλο που δεν είσαι ξωτικό θα πρέπει να πας και να μιλήσεις ο ίδιος στον Αϊ Βασίλη. Θα σε οδηγήσω εγώ σε αυτόν αμέσως, είμαι ένα από τα ξωτικά του, λέγε με Ρέι» είπε το μικρό ανθρωπάκι και προχώρησε μπροστά δείχνοντας στον 'Eντι τον δρόμο για τον Αϊ Βασίλη.

Και μετά που ο Ρέι ενημέρωσε τον Αϊ Βασίλη για τον 'Eντι, ο Αϊ Βασίλης κρυφογέλασε και είπε «χο, χο, χο. Πες στην μαμά σου ότι πρέπει να φοράει τα γυαλιά της όταν διαβάζει». Μετά τον ανέλαβε ένας τάρανδος και του είπε «μέχρι τότε θα σκεφτώ κάτι. Θα σε έχω στην λίστα με τους τάρανδους, και ίσως μάθεις να υπηρετείς ως αναπληρωματικός τάρανδος. Τώρα αν προσπαθήσεις, σου υπόσχομαι ότι θα μάθεις και να πετάς».

Μα έπεσε τόσες φορές! Κι όμως πολύ σύντομα έμαθε να πετά αρκετά καλά. Αλλά τα ελάφια, βλέπεις, είναι βαρύτερα, με κέρατα σαν κλαδιά δέντρου και έτσι ήταν κάπως αργός σε σύγκριση με την ταχύτητα που αναπτύσσουν οι τάρανδοι. Ναι, ο 'Eντι ήταν λίγο αργός, οι βαριές οπλές του γλιστρούσαν στο χιόνι και μέσα από την σκεπή περνούσε μια οπλή. Ο τάρανδος δεν έδειχνε να νοιάζεται και είπε «Μπράβο, τα πας πολύ καλά, κρατήσου». Αλλά ο 'Eντι σύντομα άρχισε να φοβάται. Δεν μπορείς να μετατρέψεις το ξωτικό σε ελάφι.

Ο Πράνσερ και ο 'Eντι ήταν πολύ χαρούμενοι και έπαιζαν κάθε μέρα. 'Eκαναν εξάσκηση σε απογειώσεις πολύ συχνά, σπινιάρανε και διπλώνανε και τινάζονταν και όσο και αν πετούσαν δεν τους ήταν αρκετό. Πέταξαν όμως και πάρα πολύ και ο 'Eντι πάγωσε, τα αυτιά και το πρόσωπό του, η μύτη του και όλα επανήλθαν εκτός από την μύτη, που παρέμεινε μπλε παγωμένη. Και έγινε θέαμα για όλους αυτή η μπλε μύτη. Ήταν όμως και λαμπερή και αποτελούσε ένα όμορφο αξιόλογο φωτάκι. 'Oποτε ο 'Eντι ανοιγόκλεινε τα μάτια του, η μύτη του φώτιζε τον ουρανό. 'Oλοι οι τάρανδοι ήρθαν να το δουν και χαίρονταν.

'Oταν το είδε και ο Αϊ Βασίλης, προβληματίστηκε με την λάμψη της μύτης του 'Eντι. Είπε στον Αϊ Βασίλη : «Θυμώσατε;» «όχι, χάρηκα» είπε ο Αϊ Βασίλης «Από δω και στο εξής θα είσαι το ελάφι αμέσου ανάγκης! Συγνώμη, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι μερικές φορές χάνουμε την διεύθυνση κάποιου ή ανακαλύπτω μετά την προσγείωση ότι πολλά παιδιά δεν είναι στην πόλη. Και αν έχουν μετακομίσει, ξέρεις κολλάμε και βρισκόμαστε σε άμεση ανάγκη. Γιατί για όποιον μετακομίσει ή είναι σε διακοπές σημαίνει ότι πρέπει να βρεις την νέα του τοποθεσία και να του παραδόσεις το δώρο του. Για όλα αυτά θα σε ενημερώνουμε εμείς έτσι ώστε να μην μένει κανείς παραπονεμένος. Πάντα χρειαζόμασταν κάποιον που να μπορεί να κάνει αυτές τις μεταφορές και τώρα έχουμε εσένα!! Διότι όσο τρέχουμε στο χιόνι και το δικό σου έλκηθρο θα είναι μαζί μας, όμως μόλις εγώ χτυπήσω το μαστίγιό μου δεν μπορώ να σταματήσω παρά μόνο στον επόμενο προορισμό. Οπότε εκεί θα γυρνάς εσύ. Θα καλύπτεις αυτά που χάνουμε, και η υπέροχη λαμπερή μπλε μύτη σου θα σε οδηγεί με ασφάλεια στο χιόνι. Και όσοι στον κόσμο θα βλέπουν αυτό το φως θα ξέρουν ότι είναι ο 'Eντι με την μπλε μύτη».

Και έτσι ο 'Eντι τράβηξε και αυτός έλκηθρο με την βοήθεια του ξωτικού και φίλου του Ρέι και την μπλε μύτη του να αναβοσβήνει στον αέρα. Η μαμά του 'Eντι γέμισε χαρά και περηφάνια, γιατί και δούλευε ο γιος της αλλά και για την δουλειά που έκανε. 'Eτσι κοιτάει κάθε χριστουγεννιάτικη νύχτα έξω να δει κάθε φως που αναβοσβήνει και να το χαιρετήσει. Και σκέφτεται πόσο τυχερή ήταν που βρήκε και διάβασε επίτηδες λάθος την αγγελία. 'Eτσι λοιπόν, να πάτε για ύπνο ήσυχα, όπου και να βρίσκεστε ακόμη και μακριά από το σπίτι , γιατί ο 'Eντι με την μπλε μύτη θα σας βρει και θα σας δώσει το δώρο σας!!

Με αγαπη.

Να λιγουρεύεται το γιορτινό τραπέζι με τα γλυκά και τα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Να λικνίζεται στο ρυθμό των όμορφων τραγουδιών που ηχούσαν παντού και να χαίρεται με τα γέλια, τα παιχνίδια και τις κλεφτές ανυπόμονες ματιές των παιδιών στα κουτιά με τα δώρα κάτω από τα κλαδιά του έλατου. Και να που πραγματικά είχε δίκιο. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν με γοργούς ρυθμούς και κάποια μαγική στιγμή, το καπάκι του κουτιού που κρατούσε κλειστή την φουντωτή Χριστουγεννιάτικη γιρλάντα με τους εφτά αγγέλους άνοιξε.
Το φως ξεχύθηκε λαμπρό και ζεστό μέσα στο κουτί και ξύπνησε τα αγγελάκια που χαρούμενα φώναξαν όλα μαζί πια:
-Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Μαζί με αυτό, άνοιξαν και άλλα κουτιά. Το μεγάλο κουτί με τις γυάλινες μπάλες που τσούλησαν γρήγορα στο χαλί. Το κουτί με τους βελούδινους φιόγκους που τεντώθηκαν νυσταγμένοι.
Το κουτί με τις καμπάνες που με μιας άρχισαν να χτυπάνε. Τον ξύλινο καρυοθραύστη που ακόνισε την μασέλα του. Τα Άγιο-βασιλάκια που κρατούσαν κιθάρες και βιολιά στα χέρια τους. Και στη γλώσσα των παιχνιδιών που κανείς δεν γνωρίζει και δεν ακούει, άρχισαν όλα τα στολίδια να πανηγυρίζουν, να γελάνε και να τραγουδάνε χαρούμενα που μετά από μεγάλη αναμονή οι γιορτές έφτασαν και το φως της μέρας ανέδειξε τα όμορφα χρώματα τους. Μα πιο πολύ χαρούμενος ήταν ο μικρός άγγελος της φουντωτής γιρλάντας. Γιατί αυτός ήξερε πιο μπροστά από τα άλλα στολίδια πως τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει.
Το μύριζε και το ένιωθε μέσα στην καρδιά του και δεν έβλεπε την ώρα να σταθεί πάνω στο δέντρο και πάλι. Και η στιγμή αυτή είχε φτάσει. Τα λεπτά χέρια μιας όμορφης γυναίκας με μακριά μπουκλωτά μαλλιά μπήκαν μέσα στο κουτί και έπιασαν την γιρλάντα με τους αγγέλους. Η καρδιά του μικρού αγγέλου πήγε να σπάσει.
-Τώρα θα πετάξω ψηλά στο έλατο, σκέφτηκε. Θα δω το στολισμένο σπίτι, τα παιδάκια που τρέχουν γύρω από τα σκορπισμένα στο σαλόνι στολίδια και δώρα, τα χαμόγελα στα πρόσωπα όλων να ζεσταίνουν το κρύο που ένιωθα τόσο καιρό μέσα στο κουτί. Μα καθώς σκεφτόταν όλα αυτά…χρατς! Το χάρτινο φτερό του πιάστηκε στο καπάκι από το κουτί που δεν είχε καλά ανοίξει και κόπηκε στη μέση. -Αχ τι κρίμα! Έσκισα το φτερό του τελευταίου στη σειρά αγγέλου. Δεν πειράζει.
Τώρα η γιρλάντα θα έχει μόνο έξι αγγέλους, είπε η γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και παίρνοντας στα χέρια της ένα ψαλίδι έκοψε το σκοινί που συγκρατούσε τον άγγελο στην φουντωτή γιρλάντα και τον έβαλε και πάλι μέσα στο κουτί. Όλα τότε ησύχασαν.
Τα στολίδια έπαψαν να γελάνε και να φωνάζουνε στη γλώσσα των παιχνιδιών. Το φως που έλουζε τα κουτιά χλόμιασε και το κρύο σκέπασε τον μικρό άγγελο με το σκισμένο φτερό, που έμεινε ξαπλωμένος στον πάτο του κουτιού.
-Δεν θα γνωρίσω τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν θα μυρίσω τα φρεσκοψημένα γλυκά στο φούρνο.
Δε θα τραγουδήσω μαζί με τα παιδιά, που θα στέκονται στην πόρτα χτυπώντας τριγωνάκια τα κάλαντα για τον Χριστούλη, είπε πολύ λυπημένος ο μικρός άγγελος και χάρτινα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα ζωγραφισμένα μάτια του. Μα πριν προλάβει να κρυώσει η καρδούλα του, άλλο ένα χέρι μπήκε μέσα στο κουτί. Ήταν μικρό και στρουμπουλό και άρχισε να ψαχουλεύει το κουτί ανακατεύοντας το μπαμπάκι του πάτου τόσο, που ο άγγελος έκανε τούμπες. Ύστερα, έπιασε τον μικρό άγγελο που έστεκε, χωρίς την γιρλάντα, μόνος με το σκισμένο φτερό του. Κι όταν το χέρι τον σήκωσε, ο άγγελος, έστω και με ένα φτερό, πέταξε ψηλά κι αντίκρισε ένα μικρό παιδάκι, που ίσα ίσα στεκόταν στα ποδαράκια του και περπατούσε άτσαλα.
Το μικρό παιδάκι με τον άγγελο στο τεντωμένο του χέρι έφτασε στραβοπατώντας τη γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και της έδωσε τον άγγελο.
-Θέλεις να τον βάλουμε κι αυτόν στο δέντρο; ρώτησε η γυναίκα.
Το παιδάκι γέλασε τότε τόσο τρανταχτά και γλυκά, που ο μικρός άγγελος έπαψε πια να κρυώνει και μια μαγική θαλπωρή τον τύλιξε.
Η γυναίκα πήρε τον μικρό άγγελο από το χεράκι του παιδιού, του τίναξε από πάνω του τα ανακατεμένα μπαμπάκια και με προσοχή κόλλησε το μισό φτερό που του έλειπε. Ύστερα, ανεβαίνοντας σε μια μεγάλη σκάλα τον έβαλε πιο ψηλά από τα άλλα στολίδια, πιο ψηλά ακόμα και από την γιρλάντα των έξι αγγέλων. Στην κορυφή του δέντρου! Και καθώς το μικρό παιδάκι είδε τον άγγελο τόσο λαμπερό και όμορφο άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και για μια στιγμή φάνηκε σε όλους πως ο μικρός άγγελος ζωντάνεψε κι έγινε ένας αληθινός άγγελος που είχε κατέβει από τον ουρανό για να αναγγείλει τη γέννηση του Χριστού. Κι εκεί απάνω ο μικρός άγγελος έζησε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που είχε ζήσει ποτέ του.
Με μυρωδιές, με τραγούδια, με γέλια και παιχνίδια, μα και με κάτι ακόμα που έκανε τις γιορτινές μέρες πιο πλούσιες και πιο ζεστές.
Με αγάπη!

Γυριζουμε παλι...

Γυρίζουμε πάλι. Πραγματικά δίπλα στα ράφια των μακαρονιών έχει ντομάτες. Ντοματάκια ξεφλουδισμένα, ντοματάκια ολόκληρα, ντοματοχυμό, με διάφορα ξένα γράμματα. Πού είναι ο πελτές; Κοιταζόμαστε με τον πατέρα.. Δίπλα μας μια κυρία ψωνίζει. Παίρνει ένα κουτί κόκκινο. Παίρνουμε κι εμείς ένα το ίδιο. Για να το παίρνει η κυρία, καλό θα είναι. Τελειώσαμε πια.

Τώρα θα πάμε στο ταμείο να πληρώσουμε, όπως μας είπε η Μαρία. Το βρίσκουμε το ταμείο, αφού περάσουμε κι άλλα ράφια, χωρίς όμως να σταθούμε καθόλου. Στο ταμείο στεκόμαστε πίσω από έναν κύριο. Μπροστά είναι μια κοπέλα. Ακουμπάνε τα καλάθια τους δίπλα στο ταμείο. Η κοπέλα με τη γαλάζια ποδιά, που κάθεται στο ταμείο, βγάζει ένα ένα τα πράγματα, πατάει κάτι κουμπιά και λέει 986,50 δραχμές. 'Εχει αγοράσει δυο μπουκάλια κρασί και χαρτί του καμπινέ. Ξεχάσαμε το χαρτί του καμπινέ. Τώρα;... Το λέω του πατέρα.

"Πάω να φέρω, λέει ο πατέρας. Εσύ κάτσε να φυλάς το καλάθι."

Ο κύριος μπροστά τελείωσε. Πλήρωσε, πήρε τα πράγματά του κι έφυγε. Εγώ τώρα τι να κάνω; Ο πατέρας δε φαίνεται πουθενά. Η κυρία πίσω μου με σπρώχνει.

"Προχώρα, παιδάκι μου. Τι στήθηκες εκεί; Εσένα θα περιμένουμε;"

Να σου πάλι ο χοντρός κύριος με την καμπαρντίνα.

"Τι συμβαίνει; Γιατί καθυστερείτε; Τι κάνεις εκεί, μικρή;"

"Ο πατέρας μου... πάει να φέρει χαρτί..."

Φοβάμαι τον κύριο με την καμπαρντίνα.

"Βάλε το καλάθι πάνω Στέλλα, κάνε το λογαριασμό..."

Κι αν όταν τελειώσει η Στέλλα δεν έχει έρθει ο πατέρας; Τι θα μου κάνει τότε ο κύριος;

"642,20", λέει η Στέλλα και σπρώχνει τα πράγματα στην άλλη κοπέλα που τα βάζει σε σακούλες... Τώρα τι γίνεται;...

"Κι αυτό", φωνάζει ο πατέρας καθώς έρχεται. Και δείχνει το χαρτί του καμπινέ.

Ποπό! Ντροπή... Τώρα όλοι μας κοιτάνε. Ξέρουνε ότι σκουπίζουμε τον πισινό μας. Βέβαια όλοι τον σκουπίζουνε. Αλλά αυτοί τώρα ξέρουνε ότι εμείς τον σκουπίζουμε μ' αυτό το χαρτί.

"654,70", λέει η Στέλλα.

Ο πατέρας βγάζει το φάκελο με τα λεφτά μας, παίρνει ένα χιλιάρικο και το δίνει στη Στέλλα. Βάζει τα ρέστα πάλι στο φάκελο, παίρνουμε τις δυο σακούλες και βγαίνουμε.

Πολύ ωραία ήτανε στο σούπερ - μάρκε. Είχε χιλιάδες πράγματα.

Αν δεν ήταν κι ο χοντρός κύριος με την καμπαρντίνα...

Ο κυριος χοντρος.

Είναι ο χοντρός κύριος με την καμπαρντίνα. Μιλάει πολύ αυστηρά. Λοιπόν, φαίνεται ότι η καμπαρντίνα πάει πάντα με αγριάδα. Κι ο κύριος Ευάγγελος, ο παλιός διευθυντής του σχολείου μας, και άγριος ήτανε και καμπαρντίνα φόραγε. Μας είχε έρθει από την Αθηνα. "Εξ Αθηνών" έλεγε ο ίδιος. Και επέμενε να τον λέμε "κύριο Ευάγγελο" κι όχι κύριο Βαγγέλη. Ευτυχώς έκατσε ένα χρόνο και μετά πήρε σύνταξη κι έφυγε.

Είμαστε μπροστά σ' ένα μεγάλο ψυγείο κι έναν πάγκο. Μια κυρία με άσπρη ποδιά πουλάει κρέατα. Πρώτη φορά βλέπω γυναίκα - χασάπη. Και τι δεν πουλάει. Κοτόπουλα Χαλκίδος, χοιρινά, αρνιά, κατσίκια, κουνέλια... Τα διαβάζω στα χαρτιά που κρέμονται παντού.

"'Ενα κιλό κατεψυγμένο κιμά", λέει ο πατέρας.

Αφού δε μας είπε η μάνα μου κιμά... Τέλος πάντων, ξέρει εκείνος...

"Να τα λάδια, πατέρα! 'Εχει και ξίδι δίπλα και αλάτια. Η μάνα δε μας είπε ξίδι κι αλάτι, γιατί θα το ξέχασε. Δεν παίρνουμε;"

"Ναι, βέβαια", λέει ο πατέρας.

Βάζουμε στο καλάθι ένα σακουλάκι αλάτι και ένα μπουκάλι ξίδι. Μπροστά μας είναι μια βιτρίνα με σαλάμια. Εγώ νόμιζα ότι σαλάμι είναι μόνο η μορταδέλα. 'Η το ζβαν, το ζαμπονάκι. Εδώ όμως πίσω από το τζάμι έχει πενήντα ειδών σαλάμια, που λέει ο λόγος. Πιο κόκκινα, με μικρά ασπράκια, με ζουπηχτές ελιές μέσα, ζαμπόν μεγάλα, λουκάνικα μεγάλα, πιο μικρά σε διχτάκια. Μώρη, περνάνε καλά στην Αθήνα!... Καλά το 'λεγα εγώ...

Ο πατέρας έχει προχωρήσει στη βιτρίνα με τα τυριά. 'Αλλο τούτο!... Υπάρχουν κι άλλα τυριά εκτός απ' τη μυτζήθρα, τη φέτα, το κεφαλίσιο και το κασέρι; Κι εγώ που νόμιζα ότι τα ήξερα όλα... Κοίτα δω τυριά... 'Ενα όμως τους έχει μουχλιάσει κι αυτοί το πουλάνε...

"'Ενα τέταρτο φέτα, λέει ο πατέρας. Την ξέχασε τη φέτα η μάνα σου", μου λέει και μου κλείνει το μάτι.

Βάλαμε τη φέτα στο καλάθι και τώρα ψάχνουμε να βρούμε το ρύζι και τη ζάχαρη. Σε κάτι ράφια έχει μακαρόνια και δίπλα ρύζια. Ποιο απ' όλα να πάρουμε; Κοιταζόμαστε με τον πατέρα. Παίρνουμε ένα πακέτο πράσινο, παίρνουμε και ένα πακέτο μακαρόνια. Λίγο παρακάτω έχει χιλιάδες γάλατα. Σ' έναν πάγκο πακέτα, χιλιάδες πακέτα ζάχαρη. Παίρνουμε και ένα πακέτο ζάχαρη και προχωράμε. Τώρα κάνει μια στροφή το μαγαζί και μας φέρνει μπροστά σε ράφια με πορτοκαλάδες, λεμονάδες, μπίρες, κρασιά. Πουθενά δε βλέπουμε ντομάτα πελτέ. Ρωτάμε μια κοπέλα με γαλάζια ποδιά.

"Τις περάσατε τις ντομάτες, μας λέει και σαν να μας μαλώνει. Δίπλα στα μακαρόνια είναι."

Δεν επιτρέπονται τσάντες.

"Θα σας δώσουμε εμείς σακούλες. Δεν επιτρέπονται τσάντες, όσο ψωνίζετε. Ορίστε και η διαταγή της αστυνομίας", μας λέει και μας δείχνει ένα χαρτί στον τοίχο.

Αφήνουμε την τσάντα στην άκρη που μας είπε ο κύριος. Περνάμε ένα σίδερο σαν σταυρό που γυρίζει. Μόνο ένας χωράει σε κάθε χώρισμα, κι έτσι, θες δε θες, περνάς μόνος σου μέσα.

'Οταν κουρεύουνε τ' αρνιά - πάνω στα μαντριά - έτσι κάνουνε. Χωρίς σίδερα βέβαια. Σε μια μεριά κάθεται αυτός που κουρεύει με την ψαλίδα του. Ο βοσκός έχει μαντρώσει στο μικρό μαντρί τ' ακούρευτα αρνιά, αφήνει να περνάει ένα ένα, το πιάνει ο κουρέας, το διπλώνει κάτω, όπως ξέρει αυτός, και σε δυο λεφτά τ' αρνί είναι κουρεμένο. Το πάνε στο άλλο μαντρί που 'χει τα κουρεμένα. 'Αμα δεν κάνεις έτσι, τότε τα μαλλιά θα σκορπίσουν και θα βρομίσουν. Και θα χάνεις και ώρα να βρίσκεις ποιο είναι κουρεμένο και ποιο ακούρευτο. 'Ετσι πρέπει να κάνεις στο μαντρί. Εδώ όμως; Γιατί ένας ένας;...

"Θα διαλέξουμε μόνοι μας, όπως μας είπε η Μαρία, και μετά θα πληρώσουμε, έτσι, πατέρα;"

"Ναι, μου λέει ο πατέρας. Να, εδώ πρώτα πρώτα έχει καφέδες. 'Ελα να βρούμε τον καφέ μας".

Πώς να βρούμε τον καφέ μας;... 'Εχει χιλιάδες κουτιά, κουτάκια, φακελάκια μικρά, φακελάκια μεγάλα. 'Ολα ξενικά γραμμένα.

Ο πατέρας παίρνει ένα φακελάκι ΛΟΥΜΙΔΗ και προχωράμε. Χρειαζόμαστε ρύζι, ζάχαρη... Καρδούλα μου! Τι μπισκότα είναι αυτά!... Δεν ξέρω να διαβάσω τι γράφουν, αλλά βλέπω πάνω στα κουτιά πορτοκάλια, κεράσια, σοκολάτα που χύνεται πάνω στα μπισκότα, φουντούκια, κοπέλες με στολές μπροστά σε μύλους, δροσοσταλίδες πάνω σε σοκολάτα, μια κυρία που φουρνίζει μπισκότα, μπισκότα, μπισκότα...

"Πατέρα..."

"Εντάξει. Πάρε ένα πακέτο μπισκότα... 'Οχι, όχι αυτό!... Πάρε ετούτο..."

Τέτοιο είχαμε και στη Σύμη ΜΙΡΑΝΤΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. Το άλλο ήθελα εγώ. Με την κυρία μπροστά στο μύλο. Δε λέω όμως τίποτε. Ο πατέρας δε σηκώνει πολλά.

Προχωράμε. Τώρα έχει μαρμελάδες. Μετά γαριδάκια, πατατάκια, μπαλάκια... Το στόμα μου γεμίζει σάλιο...

"Πατέρα... κοίτα, γαριδάκια..."

"Τα είδα... Καλά, πάρε ένα πακέτο. Πάρε και μια σοκολάτα μ' αμύγδαλο που σ' αρέσει. Για το καλώς όρισες στην Αθήνα! Αλλά μην ξανακούσω πατέρα και πατέρα", λέει ο πατέρας μου και τα ματάκια του γελάνε.

"Γιατί τα κρατάτε στα χέρια σας; Πάρτε ένα καλάθι και βάλτε τα μέσα."

Η μάνα μου με σκουντάει.

Κοιμάμαι; Ναι, φαίνεται κοιμήθηκα. Η μάνα μου με σκουντάει. 'Εχει κάτσει στο κρεβάτι.

"'Ελα, σήκω. Να πάτε να ψωνίσετε με τον πατέρα σου."

Πετιέμαι στη στιγμή. Διορθώνω λίγο τα ρούχα μου. Τα καλά μου φοράω ακόμα... Να μην ξεχάσω την κατσαριδόσκονη.

"Χρειαζόμαστε, λέει η μάνα μου, ρολ, σαπούνι για τα πιάτα, ένα πακέτο ρύζι, καφέ και ζάχαρη. Κι ένα κουτί γάλα. Και χαρτί για τον καμπινέ. Και χαρτοπετσέτες. Και ντομάτα πελτέ. Και λάδι, ένα μπουκάλι".

Πήραμε την τσάντα - την άσπρη - την καμποτένια, να τα βάλουμε μέσα.

Ανεβήκαμε τη σκαλίτσα και βγήκαμε στο δρόμο. Πολλά αυτοκίνητα. Πάρα πολλά αυτοκίνητα. 'Αλλα είναι σταματημένα κι άλλα περνάνε συνέχεια. Και το πεζοδρόμιο γεμάτο. Παιδάκια με ποδιές και τσάντες κατηφορίζουν σαν ποτάμι. Σαν ν' άνοιξες μια βρύση και τρέχουν παιδάκια. Τι περίεργο πράγμα!... Μόνο σ' αυτό το πεζοδρόμιο έχει παιδιά. Και μόνο κατηφορίζουν... Και τι δουλειά έχουν τα παιδιά τέτοια ώρα;... 'Εξι το απόγευμα;... Λες... να κάνουν μάθημα από το πρωί ως τώρα; Λες... στην Αθήνα να έχουν πιο πολλά μαθήματα απ' τη Σύμη; Να μαθαίνουν πιο πολλά;...

Ο πατέρας με πήρε απ' το χέρι και περάσαμε απέναντι. 'Ωστε αυτό είναι το σούπερ - μάρκε! Μώρη!... Τι μαγαζί είναι αυτό!... Τεράστιο!... Στέκομαι σε μια βιτρίνα και βλέπω μέσα. Ποπό! Από πάνω μέχρι κάτω έχει ράφια με πράγματα. Ο πατέρας ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε.

Τι φώτα είναι αυτά!... Ούτε τα Χριστούγεννα στο Σύλλογο δεν έχει τόσα φώτα!...

Μπροστά μας είναι ένας φράχτης από σίδερα. Στέκομαι λίγο. Κοιτάω τον πατέρα. Στέκεται κι αυτός. Μας πλησιάζει ένας κοντόχοντρος κύριος με καμπαρντίνα.

"Την τσάντα να την αφήσετε εδώ", μας λέει.

"Μα θα βάλουμε μέσα τα ψώνια μας", του λέει ο πατέρας.